- περιεζωσμένοι
- опоясанные
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
περιεζωσμένοι — περϊεζωσμένοι , περιζώννυμαι perf part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)